- σκίμπτομαι
- σκίμπτομαιpress forwardpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους … Dictionary of Greek
σκίμψαι — σκίμπτομαι press forward aor inf act σκίμψαῑ , σκίμπτομαι press forward aor opt act 3rd sg σκίμπτομαι press forward aor imperat mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιμπτόμενον — σκίμπτομαι press forward pres part mp masc acc sg σκίμπτομαι press forward pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτει — σκίμπτομαι press forward pres ind act 3rd sg σκίμπτομαι press forward pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτω — σκίμπτομαι press forward pres subj act 1st sg σκίμπτομαι press forward pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιμφθῇ — σκίμπτομαι press forward aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτειν — σκίμπτομαι press forward pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτεσθαι — σκίμπτομαι press forward pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτεται — σκίμπτομαι press forward pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπτετο — σκίμπτομαι press forward imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)